πολυόφθαλμος: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυόφθαλμος:''' многоглазый (якобы перевод егип. [[Ὄσιρις]]) Plut. | |elrutext='''πολυόφθαλμος:''' многоглазый (якобы перевод егип. [[Ὄσιρις]]) Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυόφθαλμος -ον [πολύς, ὀφθαλμός] subst. ἡ π., plant, missch. kamille. Hp. Art. 67. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A many-eyed, D.S.1.11, Poll.4.141. 2 with many eyes or buds, ἄμπελοι Gp.5.8.1. II Subst., a plant, = βούφθαλμον, Hp.Art. 67, Diocl.Fr.154.
German (Pape)
[Seite 668] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, Πολυδ. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», ἄμπελος Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον
το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].
Russian (Dvoretsky)
πολυόφθαλμος: многоглазый (якобы перевод егип. Ὄσιρις) Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυόφθαλμος -ον [πολύς, ὀφθαλμός] subst. ἡ π., plant, missch. kamille. Hp. Art. 67.