περιφυγή: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιφῠγή:''' ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.). | |elrutext='''περιφῠγή:''' ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιφυγή -ῆς, ἡ [περιφεύγω] toevluchtsoord. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A place of refuge, Plu.Demetr.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 600] ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωθουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.
Greek (Liddell-Scott)
περιφῠγή: ἡ, τόπος καταφυγῆς, Πλουτ. Δημήτρ. 46.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
place de refuge.
Étymologie: περιφεύγω.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιφεύγω
υπεκφυγή, καταφυγή.
Russian (Dvoretsky)
περιφῠγή: ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφυγή -ῆς, ἡ [περιφεύγω] toevluchtsoord.