πώρινος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πώρῐνος:''' туфовый: π. [[λίθος]] Her. известковый туф.
|elrutext='''πώρῐνος:''' туфовый: π. [[λίθος]] Her. известковый туф.
}}
{{elnl
|elnltext=πώρινος λίθος, ὁ [πῶρος] tufsteen.
}}
}}

Revision as of 08:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώρῐνος Medium diacritics: πώρινος Low diacritics: πώρινος Capitals: ΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: pṓrinos Transliteration B: pōrinos Transliteration C: porinos Beta Code: pw/rinos

English (LSJ)

λίθος,=

   A πῶρος 1, Hdt.5.62, Ar.Fr.510 (pl.), Paus.6.19.1; λατόμια . . π. SIG1182.12 (Ephesus, iii B.C.); λιθουργοῖς τῶν π. IG12.336.10.

German (Pape)

[Seite 828] von Tuffstein; λίθος πώρινος, Tuffstein, Her. 5, 62; Ar. bei Poll. 10, 173.

Greek (Liddell-Scott)

πώρῐνος: -η, -ον, ἴδε πῶρος Ι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de tuf : πώρινος λίθος HDT pierre de l’espèce du tuf.
Étymologie: πῶρος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πώρινος, -η, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα»)
αρχ.
φρ. α) «πώρινος λίθος» — πωρόλιθος
β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» — λατομείο πωρόλιθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

πώρῐνος: -η, -ον, βλ. πῶρος.

Russian (Dvoretsky)

πώρῐνος: туфовый: π. λίθος Her. известковый туф.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πώρινος λίθος, ὁ [πῶρος] tufsteen.