σαρκοειδής: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σαρκοειδής:''' <b class="num">1)</b> плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> мясистый (κυήματα Plut.). | |elrutext='''σαρκοειδής:''' <b class="num">1)</b> плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> мясистый (κυήματα Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σαρκοειδής -ές [σάρξ, εἶδος] vlezig, lijkend op vlees. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A flesh-like, fleshy, φύσις Pl.Ti.76a; σ. ὢν τὴν φύσιν Arist.HA495b22: Comp., -ειδέστερα νεῦρα Hp.Loc.Hom.4, cf. Aret.SA2.6: cf. σαρκώδης.
German (Pape)
[Seite 863] ές, fleischartig, fleischig, Arist. H. A. 1, 16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεατώδης, φύσις Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. σαρκώδης.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με σάρκα, σαρκώδης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σαρκοειδές
ιατρ. η δερματική παθολογοανατομική βλάβη της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, συνήθως, υπό μορφή οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
σαρκοειδής: 1) плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);
2) мясистый (κυήματα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαρκοειδής -ές [σάρξ, εἶδος] vlezig, lijkend op vlees.