πυλεών: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(4) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠλεών:''' ῶνος ὁ Democr., Anth. = [[πυλών]]. | |elrutext='''πῠλεών:''' ῶνος ὁ Democr., Anth. = [[πυλών]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυλεών -ῶνος, ὁ, zie πυλών. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A = πυλών, Democr.288*, Opp.C.3.419, AP5.241 (Eratosth.), 7.70 (Jul. Aegypt.), Nonn.D.3.136, etc. II Lacon. for a wreath, Alcm.16, Call.Fr.358, Pamphil. ap. Ath.15.678a.
German (Pape)
[Seite 817] ῶνος, ὁ, 1) = πυλών. – 2) (vielleicht von φύλλον) lakon. ein Kranz, nach Ath. XV, 678 a ὃν τῇ Ἥρᾳ περιτιθέασιν οἱ Λάκωνες; vgl. Alcm. ib. 681 a; Csilim. bei Poll. 5, 96; Hesych.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
(λακων. τ.) κόσμημα της κεφαλής ή στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα -εών (πρβλ. χαλκ-εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula-kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n)- «με ίσια μαλλιά», κουρδ. pūr «μαλλιά», αρχ. ιρλ. ul «γενειάδα». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. πύλος έχει παραχθεί και η λ. πύλιγγες με έρρινο εκφραστικό επίθημα (πρβλ. θώμιγγες, λάιγγες)].
Russian (Dvoretsky)
πῠλεών: ῶνος ὁ Democr., Anth. = πυλών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυλεών -ῶνος, ὁ, zie πυλών.