πρόχρονος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρόχρονος:''' прошлый, прежний (πράγματα Luc.). | |elrutext='''πρόχρονος:''' прошлый, прежний (πράγματα Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.
German (Pape)
[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
antérieur.
Étymologie: πρό, χρόνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].
Greek Monotonic
πρόχρονος: -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πρόχρονος: прошлый, прежний (πράγματα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.