σκωπτόλης: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκωπτόλης:''' ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.
|elrutext='''σκωπτόλης:''' ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπτόλης Medium diacritics: σκωπτόλης Low diacritics: σκωπτόλης Capitals: ΣΚΩΠΤΟΛΗΣ
Transliteration A: skōptólēs Transliteration B: skōptolēs Transliteration C: skoptolis Beta Code: skwpto/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].

Greek Monotonic

σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.