σπῆλυγξ: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπῆλυγξ:''' υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth. | |elrutext='''σπῆλυγξ:''' υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπῆλυγξ -υγγος, ἡ [σπήλαιον] grot, hol, spelonk. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:42, 1 January 2019
English (LSJ)
υγγος, ἡ,
A = σπήλαιον, cave, οἰκεῖ σπήλυγγας Arist.HA616b26, cf. Theoc. 16.53, A.R.2.568; Νυμφῶν ὑπὸ σ. αὐτόστεγον Dionys. Trag.1; πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Hymn.Is.151.
German (Pape)
[Seite 921] υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
σπῆλυγξ: -υγγος, ἡ, (σπέος) = σπήλαιον, Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».
French (Bailly abrégé)
υγγος (ἡ) :
caverne, antre, grotte.
Étymologie: cf. lat. spelunca.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο].
Russian (Dvoretsky)
σπῆλυγξ: υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπῆλυγξ -υγγος, ἡ [σπήλαιον] grot, hol, spelonk.