στεγαστρίς: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στεγαστρίς:''' ίδος adj. f служащая покровом ([[διφθέρα]] Her.).
|elrutext='''στεγαστρίς:''' ίδος adj. f служащая покровом ([[διφθέρα]] Her.).
}}
{{elnl
|elnltext=στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.
}}
}}

Revision as of 08:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστρίς Medium diacritics: στεγαστρίς Low diacritics: στεγαστρίς Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΡΙΣ
Transliteration A: stegastrís Transliteration B: stegastris Transliteration C: stegastris Beta Code: stegastri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194.    II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].

Greek Monotonic

στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

στεγαστρίς: ίδος adj. f служащая покровом (διφθέρα Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.