συμμεταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμμεταβαίνω:''' вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ [[νόσος]] συμμεταβαίνει [[ἅμα]] τῷ δήγματι Luc.).
|elrutext='''συμμεταβαίνω:''' вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ [[νόσος]] συμμεταβαίνει [[ἅμα]] τῷ δήγματι Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβαίνω Medium diacritics: συμμεταβαίνω Low diacritics: συμμεταβαίνω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symmetabaínō Transliteration B: symmetabainō Transliteration C: symmetavaino Beta Code: summetabai/nw

English (LSJ)

   A pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.

German (Pape)

[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.

French (Bailly abrégé)

se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].

Greek Monolingual

Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

συμμεταβαίνω: вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ νόσος συμμεταβαίνει ἅμα τῷ δήγματι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets.