συμπρεσβευτής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπρεσβευτής:''' οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst. | |elrutext='''συμπρεσβευτής:''' οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:57, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως πρεσβευτής από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συμπρεσβευτής: οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.