συντεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συντεχνάζω:''' <b class="num">1)</b> вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действовать заодно (τινί Plut.).
|elrutext='''συντεχνάζω:''' <b class="num">1)</b> вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действовать заодно (τινί Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνάζω Medium diacritics: συντεχνάζω Low diacritics: συντεχνάζω Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΑΖΩ
Transliteration A: syntechnázō Transliteration B: syntechnazō Transliteration C: syntechnazo Beta Code: suntexna/zw

English (LSJ)

   A help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.

French (Bailly abrégé)

combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.

Greek Monolingual

Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].

Greek Monotonic

συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συντεχνάζω: 1) вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);
2) действовать заодно (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.