σφαγίς: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφᾰγίς:''' ίδος (ῐ) ἡ жертвенный нож Eur., Anth. | |elrutext='''σφᾰγίς:''' ίδος (ῐ) ἡ жертвенный нож Eur., Anth. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σφαγίς -ίδος, ἡ [σφαγή] offermes. slachtmes (van een kok). AP 6.306.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sacrificial knife, E.El.811, 1142, D.H.7.72, Polyaen.3.9.40.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγίς: -ίδος, ἡ, μάχαιρα θυτική, Εὐριπ. Ἠλέκ. 811, 1142· καθόλου, μάχαιρα, Πολύαιν. 3. 9, 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαγίς· τὸ προκάρδιον».
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de cuisine.
Étymologie: σφάζω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες
2. (γενικά) μαχαίρι
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς
τὸ προκάρδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λαβ-ίς)].
Greek Monotonic
σφᾰγίς: -ίδος, ἡ (σφάζω), μαχαίρι με το οποίο τελείται ιερή προσφορά, με το οποίο σφαγιάζεται το ιερό θύμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγίς: ίδος (ῐ) ἡ жертвенный нож Eur., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαγίς -ίδος, ἡ [σφαγή] offermes. slachtmes (van een kok). AP 6.306.4.