συρραφή: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
(40)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συρράπτω]]<br />[[σύναψη]] με [[ραφή]], [[ράψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σύγγραμμα]]) [[σύνθεση]] με ύλη από διάφορα συγγράμματα, [[συμπίληση]]<br /><b>2.</b> [[συνένωση]] τεμαχίων υφάσματος για [[κατασκευή]] ιστίων και σκηνών.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συρράπτω]]<br />[[σύναψη]] με [[ραφή]], [[ράψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σύγγραμμα]]) [[σύνθεση]] με ύλη από διάφορα συγγράμματα, [[συμπίληση]]<br /><b>2.</b> [[συνένωση]] τεμαχίων υφάσματος για [[κατασκευή]] ιστίων και σκηνών.
}}
{{elnl
|elnltext=συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρᾰφή Medium diacritics: συρραφή Low diacritics: συρραφή Capitals: ΣΥΡΡΑΦΗ
Transliteration A: syrraphḗ Transliteration B: syrraphē Transliteration C: syrrafi Beta Code: surrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.