συμπαρατρέχω: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπαρατρέχω:''' бежать рядом (τινί Plut.). | |elrutext='''συμπαρατρέχω:''' бежать рядом (τινί Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.
German (Pape)
[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.
French (Bailly abrégé)
courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.
Greek Monolingual
Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].
Greek Monolingual
Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].
Greek Monotonic
συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρατρέχω: бежать рядом (τινί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.