σύνδοσις: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
(39) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [[συνδίδωμι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνεισφορά]], [[συνδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάχυση]] («[[σύνδοσις]] ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[μετάδοση]] («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)<br /><b>3.</b> [[χαλάρωση]]<br /><b>4.</b> [[συρροή]] λαού, μαζική [[προσέλευση]] ανθρώπων. | |mltxt=-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [[συνδίδωμι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνεισφορά]], [[συνδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάχυση]] («[[σύνδοσις]] ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[μετάδοση]] («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)<br /><b>3.</b> [[χαλάρωση]]<br /><b>4.</b> [[συρροή]] λαού, μαζική [[προσέλευση]] ανθρώπων. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύνδοσις -εως, ἡ [συνδίδωμι] afscheiding (van lichaamssappen). Hp. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A effusion, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Hp.Aph.4.62. 2 transference of disease, ἐς πνεύμονα Aret.SA1.7, cf. CD2.2. 3 remission, Id.CA2.11. 4 influx of population, ἡ ἔξωθεν σ. Lyd.Mens.4.73.
German (Pape)
[Seite 1009] ἡ, = σύνοδος, ὑγρῶν Hippocrat., zw.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδοσις: ἡ, = συνδοσία, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. ἔκχυσις, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.
Greek Monolingual
-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυση («σύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.
Greek Monolingual
-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυση («σύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνδοσις -εως, ἡ [συνδίδωμι] afscheiding (van lichaamssappen). Hp.