συμμεταδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμεταδίδωμι''': [[μεταδίδωμι]] ἢ ἀνακοινοῦμαι [[ὁμοῦ]], σ. τινί τινος ἢ [[περί]] τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7. | |lstext='''συμμεταδίδωμι''': [[μεταδίδωμι]] ἢ ἀνακοινοῦμαι [[ὁμοῦ]], σ. τινί τινος ἢ [[περί]] τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.
German (Pape)
[Seite 981] (s. δίδωμι), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.
Greek Monolingual
Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].
Russian (Dvoretsky)
συμμεταδίδωμι: (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).