συμπεριφθείρομαι: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]]. | |btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A go about with any one to one's own ruin, Luc.Pseudol.18, Ath.7.289c; cf. φθείρω 11.
German (Pape)
[Seite 987] pass., zu seinem eigenen od. Anderer Verderben herumgehen; Luc. Pseudol. 18; Ath. VII, 289 c.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριφθείρομαι: παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. φθείρω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιφθείρομαι.
Greek Monolingual
Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.
Greek Monotonic
συμπεριφθείρομαι: Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με αποτέλεσμα την καταστροφή μου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριφθείρομαι: вместе или одновременно погибать Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.