συκοφάντημα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />calomnie.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφαντέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />calomnie.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφαντέω]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ ΜΑ [[συκοφαντῶ]]<br />[[επινόημα]], [[τέχνασμα]] συκοφάντη, [[ψευδής]] [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]]<br /><b>αρχ.</b><br />σοφιστικό [[τέχνασμα]], [[σόφισμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάντημα Medium diacritics: συκοφάντημα Low diacritics: συκοφάντημα Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΜΑ
Transliteration A: sykophántēma Transliteration B: sykophantēma Transliteration C: sykofantima Beta Code: sukofa/nthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A vexatious prosecution or accusation, Aeschin.2.39, OGI669.40 (Egypt, i A.D., pl.), J.AJ16.10.8, Plu.Per.37, CPR232.14 (ii/iii A.D.).    II quibble, Arist.SE174b9.

German (Pape)

[Seite 973] τό, ein Sykophantenstreich, eine falsche Anklage; Aesch. 2, 39; Plut. Pericl. 33.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντημα: τό, συκοφάντου τέχνασμα, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν τέχνασμα, σόφισμα, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
calomnie.
Étymologie: συκοφαντέω.

Greek Monolingual

τὸ ΜΑ συκοφαντῶ
επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία
αρχ.
σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα.

Greek Monotonic

σῡκοφάντημα: -ατος, τό, επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, διαβολή, συκοφαντία, καταλαλιά, διαβολή, λασπολογία, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντημα: ατος τό1) ложный донос, клевета Aeschin., Plut.;
2) мошенничество, передержка, плутовство, нечестный прием (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντημα -ατος, τό [συκοφαντέω] valse aanklacht, laster.