συνεκπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=contribuer à fournir, à procurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπορίζω]].
|btext=contribuer à fournir, à procurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπορίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συμβάλλω]] σε [[προμήθεια]] ή [[παροχή]] («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῡντι ἢ ἀποροῡντι συνεξεπόρισά τι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπορίζω]] «[[χορηγώ]], [[προμηθεύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπορίζω Medium diacritics: συνεκπορίζω Low diacritics: συνεκπορίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synekporízō Transliteration B: synekporizō Transliteration C: synekporizo Beta Code: sunekpori/zw

English (LSJ)

   A help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.

German (Pape)

[Seite 1013] mit oder zugleich ausfinden u. anschaffen, Xen. An. 5, 8, 25 u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπορίζω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fournir, à procurer.
Étymologie: σύν, ἐκπορίζω.

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω σε προμήθεια ή παροχή («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῡντι ἢ ἀποροῡντι συνεξεπόρισά τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπορίζω «χορηγώ, προμηθεύω»].

Greek Monotonic

συνεκπορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην προμήθεια ή τον εφοδιασμό, χορηγώ από κοινού, τί τινι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπορίζω: 1) доставлять, добывать (τινί τι Xen.);
2) выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπορίζω helpen te verschaffen of beschikbaar te maken, met dat. en acc.. εἰ... τῳ... ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι als ik iemand in nood iets heb helpen verschaffen Xen. An. 5.8.25.