συναντιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[συναντάω]].
|btext=<i>c.</i> [[συναντάω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συναντώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>συναντῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -[[ιάζω]]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναντιάζω Medium diacritics: συναντιάζω Low diacritics: συναντιάζω Capitals: ΣΥΝΑΝΤΙΑΖΩ
Transliteration A: synantiázō Transliteration B: synantiazō Transliteration C: synantiazo Beta Code: sunantia/zw

English (LSJ)

   A = συναντάω, τινι S.OT804.

German (Pape)

[Seite 1001] = συναντάω, τινί, Soph. O. R. 804.

Greek (Liddell-Scott)

συναντιάζω: συναντάω, ἐνταῦθά μοι κήρυξ τε κἀπὶ πωλικῆς ἀνὴρ ἀπήνης ἐμβεβώς... ξυνηντίαζον Σοφοκλ. Ο. Τ. 804.

French (Bailly abrégé)

c. συναντάω.

Greek Monolingual

Α
συναντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συναντῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].

Greek Monotonic

συναντιάζω: = συναντάω, τινί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συναντιάζω: встречаться, попадаться навстречу (τινί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναντιάζω, Att. ξυναντιάζω, zie συναντάω.