συνεκτίνω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]]. | |btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τείσω,
A pay along with or together, help in paying, Id.Lg.855b, D.53.26, Plu.Rom.13.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. τίνω), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτίνω: [ῐ], μέλλ -τίσω [ῑ], ἐκτίνω, πληρώνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.
French (Bailly abrégé)
acquitter avec, aider à acquitter.
Étymologie: σύν, ἐκτίνω.
Greek Monolingual
Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].
Greek Monotonic
συνεκτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω μαζί ή από κοινού με, συμβάλλω στην πληρωμή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συνεκτίνω: (ῐ) (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκτίνω helpen betalen.