συνενδίδωμι: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s’abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνδίδωμι]]. | |btext=s’abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνδίδωμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.
German (Pape)
[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.
French (Bailly abrégé)
s’abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.
Greek Monolingual
Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].
Greek Monotonic
συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συνενδίδωμι: идти на уступки, уступать, поддаваться (τινί Plut., Diod.).