σύμβλησις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμβλησις''': ἡ, = [[συμβολή]], [[ἕνωσις]], [[συναφή]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 24). ΙΙ. [[παραβολή]], [[σύγκρισις]], κατὰ σύμβλησιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 375, κτλ.· ἡ πρὸς ἄλληλα σ., [[σύγκρισις]], [[ἀναφορά]]..., Διογ. Λ. 9. 87. 2) [[ἑρμηνεία]], τοῦ σημείου Ἀρρ. Ἀν. 1. 18, 12. ΙΙΙ. [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[συνδρομή]], πρὸς βίον ὁ αὐτ. 7. 105.
|lstext='''σύμβλησις''': ἡ, = [[συμβολή]], [[ἕνωσις]], [[συναφή]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 24). ΙΙ. [[παραβολή]], [[σύγκρισις]], κατὰ σύμβλησιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 375, κτλ.· ἡ πρὸς ἄλληλα σ., [[σύγκρισις]], [[ἀναφορά]]..., Διογ. Λ. 9. 87. 2) [[ἑρμηνεία]], τοῦ σημείου Ἀρρ. Ἀν. 1. 18, 12. ΙΙΙ. [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[συνδρομή]], πρὸς βίον ὁ αὐτ. 7. 105.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συμβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[συμβολή]], [[ένωση]]<br /><b>2.</b> [[παραβολή]], [[σύγκριση]]<br /><b>3.</b> [[αναφορά]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεία]] («[[σύμβλησις]] τοῡ σημείου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>5.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβλησις Medium diacritics: σύμβλησις Low diacritics: σύμβλησις Capitals: ΣΥΜΒΛΗΣΙΣ
Transliteration A: sýmblēsis Transliteration B: symblēsis Transliteration C: symvlisis Beta Code: su/mblhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A union: a joint, LXX Ex.26.24.    II comparison, Phld.Rh.1.217 S. (pl.); κατὰ σύμβλησιν S.E.M.7.375, etc.; ἡ πρὸς ἄλλα σ. reference to... D.L.9.87.    2 interpretation, τοῦ σημείου Arr.An.1.18.7.    III assistance, πρὸς βίον D.L. 7.105.

German (Pape)

[Seite 978] ἡ, Verbindung, LXX.; – Vergleichung, Beziehung auf Etwas; D. L. 9, 87; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβλησις: ἡ, = συμβολή, ἕνωσις, συναφή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 24). ΙΙ. παραβολή, σύγκρισις, κατὰ σύμβλησιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 375, κτλ.· ἡ πρὸς ἄλληλα σ., σύγκρισις, ἀναφορά..., Διογ. Λ. 9. 87. 2) ἑρμηνεία, τοῦ σημείου Ἀρρ. Ἀν. 1. 18, 12. ΙΙΙ. βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, πρὸς βίον ὁ αὐτ. 7. 105.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμβάλλω
1. συμβολή, ένωση
2. παραβολή, σύγκριση
3. αναφορά
4. ερμηνείασύμβλησις τοῡ σημείου», Διογ. Λαέρ.)
5. βοήθεια, επικουρία.

Russian (Dvoretsky)

σύμβλησις: εως ἡ1) сопоставление, сравнение (πρός τι Diog. L.): κατὰ σύμβλησιν παρά τι Sext. по сравнению с чем-л.;
2) поддержка, помощь (πρὸς βίον Diog. L.).