δημοσίᾳ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[δημόσιος]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[δημόσιος]].<br />η<br />ο [[δημόσιος]] [[αυτοκινητόδρομος]] σε αγροτική [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[δημοσία]] <span style="color: red;"><</span> (αρχ. επίθ.) [[δημοσία]] (ενν. [[οδός]])].
}}
{{grml
|mltxt=η<br />ο [[δημόσιος]] [[αυτοκινητόδρομος]] σε αγροτική [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[δημοσία]] <span style="color: red;"><</span> (αρχ. επίθ.) [[δημοσία]] (ενν. [[οδός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσίᾳ Medium diacritics: δημοσίᾳ Low diacritics: δημοσία Capitals: ΔΗΜΟΣΙΑ
Transliteration A: dēmosíāi Transliteration B: dēmosia Transliteration C: dimosia Beta Code: dhmosi/a|

English (LSJ)

Adv.,

   A v. δημόσιος.

German (Pape)

[Seite 564] (s. δημόσιος), öffentlich, Ggstz ἰδίᾳ, Thuc. 1. 128; Plat. Prot. 524 c. Apol. 33 a u. öfter; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; Her. 1, 20; Thuc. 3, 58. 5, 11; ἀποκτιννύναι τινά Plat. Phaed. 58 b; Hipp. mai. 282 b; ἀποθνήσκειν, d. i. durch Henkershand, Xen. Mem. 4, 8, 2; Dem. 45. 81.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσίᾳ: ἐπίρρ., ἴδε δημόσιος.

French (Bailly abrégé)

v. δημόσιος.

Greek Monolingual

βλ. δημόσιος.
η
ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία (ενν. οδός)].

Greek Monotonic

δημοσίᾳ: επίρρ., βλ. δημόσιος.

Russian (Dvoretsky)

δημοσίᾳ: ион. δημοσίῃ adv.
1) в общественном порядке, от лица государства (δ. μὲν οὐ, ἰδίᾳ δέ Thuc.; ἀσκεῖν δ. τὰ πρὸς τὸν πόλεμον Xen.);
2) на общественный или государственный счет (θάψαι τινά Her.; τιμᾶν τοὺς ἀποθανόντας Thuc.);
3) по решению или с разрешения государства (προξένους τινὰς ποιήσασθαι Dem.);
4) по приговору суда (ἀποκτιννύναι τινά Plat.; τεθνάναι Xen., Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοσίᾳ adv., zie δημόσιος.