κρύφα: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{Slater\n.*?)(\n\}\}\n\{\{Slater\n\|sltr=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κρῠφᾱ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] ἔννεπε [[κρυφᾷ]] [[τις]] (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, [[κρυφᾷ]] δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: [[κρύφα]] codd.) fr. 203. 2.
|sltr=<b>κρῠφᾱ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] ἔννεπε [[κρυφᾷ]] [[τις]] (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, [[κρυφᾷ]] δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: [[κρύφα]] codd.) fr. 203. 2.<br /><b>κρῠφᾰ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] αἰδὼς γὰρ ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει [[δόξαν]] (N. 9.33)
}}
{{Slater
|sltr=<b>κρῠφᾰ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] αἰδὼς γὰρ ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει [[δόξαν]] (N. 9.33)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:23, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφᾰ Medium diacritics: κρύφα Low diacritics: κρύφα Capitals: ΚΡΥΦΑ
Transliteration A: krýpha Transliteration B: krypha Transliteration C: kryfa Beta Code: kru/fa

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (κρύπτω)

   A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101.    2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.
κρῠφᾰ
   1 secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

Greek Monolingual

κρύφα (AM)
επίρρ. χωρίς να το γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.)
αρχ.
1. μυστικά
2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι' αἰνιγμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. -κρύφθ-ην). Πιθ. να σχηματίστηκε κατά το επίρρ. σάφα «σαφώς, βεβαίως, ασφαλώς»].

Greek Monotonic

κρύφᾰ: επίρρ., = κρύβδα, χωρίς τη γνώση του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. κρυφά, μυστικά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρύφᾰ: (ῠ) adv. Thuc., Plut. = κρύβδα I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφα [κρύπτω] adv., in het geheim:; κρύφα διαψηφισάμενοι in een geheime stemming Thuc. 4.88.1; met gen.: buiten medeweten van.