αἰκάλλω: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(1) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἰκάλλω:''' ласкать ([[κύνα]] Eur.): τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με Arph. эти предсказания ласкают мой слух; τὸν δεσπότην αἰ. Arph. (о собаке) ласкаться к хозяину. | |elrutext='''αἰκάλλω:''' ласкать ([[κύνα]] Eur.): τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με Arph. эти предсказания ласкают мой слух; τὸν δεσπότην αἰ. Arph. (о собаке) ласкаться к хозяину. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[flatter]], [[fondle]] (trag.) specifically said of animals<br />Other forms: only present. <b class="b3">αἰκάλος κόλαξ</b> H; <b class="b3">αἰκάλη ἀπάτη</b> Zonar.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Looks like a denominative of forms like those given in the glosses (unless these are based on the verb). Etym. unknown. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 January 2019
English (LSJ)
only pres. andimpf., (αἰκάλος)
A flatter, wheedle, fondle, properly of dogs (cf. Phryn.PSp.36B.), c.acc., E.Andr.630, cf. Pl.Com. 21D.; τὸν δεσπότην ᾔκαλλε Ar.Eq.48; τὰ μὲν λόγι' αἰκάλλει με flatter, please me, ib.211; αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν it cheers myheart. Id.Th.869; τοὺς περὶ τὴν αὐλήν Plb.5.36.1, cf. Axiop.3.4, Philostr.VA5.42:— Pass., ὑπό τινων Plb.15.25.31:—of a fox, σεσηρὸς αἰκάλλουσα wagging the tail fawningly, Babr.50.14.—Trag., Com., and later Prose.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκάλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. (αἴκαλος). Κολακεύω, θωπεύω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, (ἴδε ἐν τέλ. καὶ Α. Β. 21)· μετ’ αἰτ. Σοφ. Ο. Τ. 597, (τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκκαλοῦσι), Εὐρ, Ἀνδρ. 630· τὸν δεσπότην ᾔκαλλε, Ἀριστοφ. Ἱπ. 48· τὰ μὲν λόγι’ αἰκάλλει με, μὲ κολακεύουσι, μὲ εὐχαριστοῦσι, αὐτόθι 211· αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν, φαιδρύνει τὴν καρδίαν μου, ὁ αὐτ. Θεσμ. 869. - ἐπὶ κυνός, ὡς τὸ σαίνω, κινῶ τὴν οὐρὰν κολακευτικῶς, Βαβρ. 50.14.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾔκαλλον;
caresser, flatter.
Étymologie: DELG terme familier ; origine inconnue.
Spanish (DGE)
1 intr., de anim. mover el rabo zalameramente, halagar θ[ῆρε] ς αἰκάλλοντι το[ῖ] σι Epich.247.4, de perros, Pl.Com.248, Phryn.PS p.36, Ath.99e, de la zorra σεσηρὸς αἰκάλλουσα Babr.50.14, cf. Sch.Ar.Eq.48.
2 tr. acariciar, mimar, hacer carantoñas fig. προδότιν ... κύνα E.Andr.630
•gener. de pers. halagar τὸν δεσπότην Ar.Eq.48, cf. 211, καρδίαν ἐμήν Ar.Th.869, cf. Plb.5.36.1, 16.24.5, Philostr.VA 5.42, en v. pas. ὑπὸ τῶν πρὸς χάριν λεγόντων αἰκαλλόμενος Plb.15.25.34.
Greek Monotonic
αἰκάλλω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (αἰκάλος),
1. κολακεύω, θωπεύω, χαϊδεύω, καλοπιάνω, με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.
2. απόλ. λέγεται για σκύλο, κουνώ την ουρά κολακευτικά, χαδιάρικα, με δουλοπρέπεια, σε Βάβρ. (αυτή είναι πιθ. και η ριζική σημασία).
Russian (Dvoretsky)
αἰκάλλω: ласкать (κύνα Eur.): τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με Arph. эти предсказания ласкают мой слух; τὸν δεσπότην αἰ. Arph. (о собаке) ласкаться к хозяину.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: flatter, fondle (trag.) specifically said of animals
Other forms: only present. αἰκάλος κόλαξ H; αἰκάλη ἀπάτη Zonar.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Looks like a denominative of forms like those given in the glosses (unless these are based on the verb). Etym. unknown.