βαλλωτή: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(7)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[βαλλωτή]])<br />[[πολυετής]] πόα, δύσοσμη, με κόκκινα [[άνθη]], βρομόχορτο, [[πιπερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο [[είναι]] η [[βαλλωτή]] η [[κρατηροειδής]], λουμινιά, [[λυχναράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=η (Α [[βαλλωτή]])<br />[[πολυετής]] πόα, δύσοσμη, με κόκκινα [[άνθη]], βρομόχορτο, [[πιπερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο [[είναι]] η [[βαλλωτή]] η [[κρατηροειδής]], λουμινιά, [[λυχναράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: a plant, <b class="b2">Ballota nigra</b> (Dsc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unknown Cf. <b class="b3">βάλ(λ)αρις</b>, [[βάλλις]] and Strömberg Pflanzennamen 151. Fur. 301 compares [[βαλαύστιον]] (also <b class="b3">-ώστιον</b>{{)}; <b class="b3">αυ</b>\/<b class="b3">ω</b> is known from Pre-Gr., as is the suffix <b class="b3">-ωτ-</b>.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλωτή Medium diacritics: βαλλωτή Low diacritics: βαλλωτή Capitals: ΒΑΛΛΩΤΗ
Transliteration A: ballōtḗ Transliteration B: ballōtē Transliteration C: valloti Beta Code: ballwth/

English (LSJ)

ἡ,

   A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, eine Pflanze, Diosc.; porrum nigrum, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

βαλλωτή: ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἴσως τὸ μέλαν πράσιον, ἀγριομελισσόχορτον, Διοσκ. 3. 117.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
bot. marrubio fétido o negro, Ballota nigra L., Dsc.3.103, Plin.HN 27.54.

Greek Monolingual

η (Α βαλλωτή)
πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

{{etym |etymtx=Grammatical information: f.
Meaning: a plant, Ballota nigra (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown Cf. βάλ(λ)αρις, βάλλις and Strömberg Pflanzennamen 151. Fur. 301 compares βαλαύστιον (also -ώστιον{{)}; αυ\/ω is known from Pre-Gr., as is the suffix -ωτ-. }}