ἀφία: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(7) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> (<i>το [[άνθος]]) του [[αφίημι]] «[[εκφύω]], [[παράγω]], [[βγάζω]] (για φυτά)» οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]] [[παρά]] την [[προσπάθεια]] να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. <i>apium</i> «[[σέλινο]]» και με ιλλυρ. <i>ap</i>- «[[νερό]]»]. | |mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> (<i>το [[άνθος]]) του [[αφίημι]] «[[εκφύω]], [[παράγω]], [[βγάζω]] (για φυτά)» οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]] [[παρά]] την [[προσπάθεια]] να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. <i>apium</i> «[[σέλινο]]» και με ιλλυρ. <i>ap</i>- «[[νερό]]»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">lesser celandine, Ranunculus ficaria</b> (Thphr. HP 7, 7, 3).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The connection with <b class="b3">ἀφιέναι</b> (<b class="b3">τὸ ἄνθος</b>) in Thphr. is defended by Thiselton-Dyer, Journ. of Phil. 33, 206f.; doubtdul. Rather a loan. Krahe, Spr. Illyrier 44, connects Lat. [[apium]] [[parsley]] (further to <b class="b2">*ap-</b> [[water]]). Fur. 167 objects that these are quite different plants. He himself (330, with parallels for the <b class="b3">-ρ-</b>) proposes to compare <b class="b3">ἄφρισσα</b> <b class="b2">id.</b> (Apul. Herb. 15). Improbable vW. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 2 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A lesser celandine, Ranunculus Ficaria, Thphr.HP7.7.3.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, eine wilde, eßbare Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφία: (;) ἡ, εἶδος ἐδωδίμου φυτοῦ ἀγρίου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7, 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
bot. celidonia menor, ficaria, Ranunculus ficaria L., Thphr.HP 7.7.3.
Greek Monolingual
ἀφία, η (Α)
το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. apium «σέλινο» και με ιλλυρ. ap- «νερό»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: lesser celandine, Ranunculus ficaria (Thphr. HP 7, 7, 3).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: The connection with ἀφιέναι (τὸ ἄνθος) in Thphr. is defended by Thiselton-Dyer, Journ. of Phil. 33, 206f.; doubtdul. Rather a loan. Krahe, Spr. Illyrier 44, connects Lat. apium parsley (further to *ap- water). Fur. 167 objects that these are quite different plants. He himself (330, with parallels for the -ρ-) proposes to compare ἄφρισσα id. (Apul. Herb. 15). Improbable vW.