βαυκός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαυκός:''' -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.
|lsmtext='''βαυκός:''' -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[affected]], [[prudish]] (Arar. 9),<br />Compounds: <b class="b3">βαυκοπανοῦργος</b> (Arist. EN 1127b 27).<br />Derivatives: <b class="b3">βαυκίδες</b> pl. <b class="b2">womens shoes</b> (Com., Herod.; Schwyzer 464f.). <b class="b3">βαυκίζομαι</b>, <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">to play the prude, θρύπτεσθαι</b> (Alex. Com.); <b class="b3">βαυκισμός</b> <b class="b2">a dance</b> (Poll.). PN <b class="b3">Βαῦκος</b>. - [[βαυκαλάω]] s.s.v.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">γλαυκός</b>, <b class="b3">σαυκός</b>, <b class="b3">φολκός</b>. Probably a Pre-Gr. adj. (but Fur. comparison with <b class="b3">ψαυκρός</b>, <b class="b3">μαυκυρός</b> is not evident). - The shoes may be unrelated; Iran. comparanda s. Rundgren, Orientalia Suecana 6 (1957) 60f.
}}
}}

Revision as of 22:48, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκός Medium diacritics: βαυκός Low diacritics: βαυκός Capitals: ΒΑΥΚΟΣ
Transliteration A: baukós Transliteration B: baukos Transliteration C: vafkos Beta Code: bauko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A prudish, affected, Arar.9.

German (Pape)

[Seite 439] VLL. τρυφερός, spröde, zärtlich thuend, Araros bei Aspas. zu Arist. eth. Nicom. IV p. 58.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκός: -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ τρυφερός, Ἀραρὼς Καμπ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
délicat, dédaigneux, prude.
Étymologie: DELG terme populaire, sans étym.

Spanish (DGE)

-όν
blando, delicado βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, EM 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.
estúpido Hsch.β 191.

• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. βαυκαλάω q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.

Greek Monolingual

βαυκός, ο (Α)
1. τρυφερός, αβρός, μαλακός
2. προσποιητός, επιτηδευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το βαυκαλώ, με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν είναι σαφές αν ο τ. βαύκαλος είναι παρεκτεταμένη μορφή του βαυκός ή αν το βαυκός είναι μεταπλασμένος τ. του βαύκαλος].

Greek Monotonic

βαυκός: -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: affected, prudish (Arar. 9),
Compounds: βαυκοπανοῦργος (Arist. EN 1127b 27).
Derivatives: βαυκίδες pl. womens shoes (Com., Herod.; Schwyzer 464f.). βαυκίζομαι, -ίζω to play the prude, θρύπτεσθαι (Alex. Com.); βαυκισμός a dance (Poll.). PN Βαῦκος. - βαυκαλάω s.s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. γλαυκός, σαυκός, φολκός. Probably a Pre-Gr. adj. (but Fur. comparison with ψαυκρός, μαυκυρός is not evident). - The shoes may be unrelated; Iran. comparanda s. Rundgren, Orientalia Suecana 6 (1957) 60f.