γιγγλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(8)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γιγγλισμός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[γαργάλημα]]<br /><b>2.</b> το [[φίλημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[μεταπλασμός]] του [[κιχλισμός]] [[πιθανώς]] με [[επίδραση]] του [[γίγγρος]]}</i>.
|mltxt=[[γιγγλισμός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[γαργάλημα]]<br /><b>2.</b> το [[φίλημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[μεταπλασμός]] του [[κιχλισμός]] [[πιθανώς]] με [[επίδραση]] του [[γίγγρος]]}</i>.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">γαργαλισμὸς</b> (tickling) <b class="b3">ἀπὸ χειρῶν</b>, <b class="b3">γέλως</b> H.<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: DELG compares <b class="b3">κιχλισμός</b> (hardly influenced by [[γίγγρος]]{{)}. (Also for <b class="b3">γίγγλυμος</b>.)
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλισμός Medium diacritics: γιγγλισμός Low diacritics: γιγγλισμός Capitals: ΓΙΓΓΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ginglismós Transliteration B: ginglismos Transliteration C: gigglismos Beta Code: gigglismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tickling, Suid.    II = γίγγλυμος 5, Paus.Gr.Fr. 108.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλισμός: ὁ, γαργάλισμα, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): γιγλ- Sud., Anecd.Ludw.74.17
cosquillas, risa a carcajadas producida por las cosquillas, Hsch., Sud., Anecd.Ludw.l.c.

• Etimología: Deformación expresiva de κιχλισμός quizá por influencia de γίγγρος etc.

Greek Monolingual

γιγγλισμός, ο (Α)
1. το γαργάλημα
2. το φίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση του γίγγρος}.

{{etym |etymtx=Grammatical information: m.
Meaning: γαργαλισμὸς (tickling) ἀπὸ χειρῶν, γέλως H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: DELG compares κιχλισμός (hardly influenced by γίγγρος{{)}. (Also for γίγγλυμος.) }}