ἐδέατρος: Difference between revisions
(10) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐδέατρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δοκίμαζε το [[φαγητό]] του βασιλιά [[μπροστά]] του για λόγους ασφάλειας<br /><b>2.</b> (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[οικονόμος]]. | |mltxt=[[ἐδέατρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δοκίμαζε το [[φαγητό]] του βασιλιά [[μπροστά]] του για λόγους ασφάλειας<br /><b>2.</b> (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[οικονόμος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=(<b class="b3">-τρός</b>?)<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">seneschal at the Persian court, steward</b>,<br />Compounds: <b class="b3">ἀρχ-εδέατρος</b> <b class="b2">upper seneschal at Ptolem. court</b> (hell.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Refomation of <b class="b3">ἐλέατρος</b> (s. [[ἐλεόν]]) after <b class="b3">ἔδω</b>. Güntert Reinwortbildungen 155, Kuiper Glotta 21, 272ff. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:33, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, among the Persians,
A one who tasted first, and named the order of dishes, = θαλίαρχος, seneschal, Phylarch.Fr.44J., cf. EM 315.37, Suid.; steward, PCair.Zen.31.18; cf. ἐλέατρος.
German (Pape)
[Seite 715] ὁ, nach VLL. u. Ath. IV, 171 b bei den Persern der Vorkoster, der die Anordnung der Mahlzeit hat, Truchseß.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδέατρος: ὁ, ἐν Πέρσαις, ὁ προσθίων τοῦ βασιλέως ἀσφαλείας ἕνεκα, προγεύστης, ἐπιμελητὴς δείπνου, = θαλίαρχος, Ἀθήν. 171Β, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 315. 37, Σουΐδ. ἐν λέξει: - πρβλ. δαιτρός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 maestresala, catador en la corte persa, Chares 1, Phylarch.44, Ael.Dion.ε 9, EM 315.37G., Sud.
2 mayordomo, intendente, PCair.Zen.31.18 (III a.C.), cf. ἐλέατρος.
• Etimología: Prob. adapt. de una palabra persa, p. ej. *adiyātar- o *ā-daitar-, cf. av. vī-δaē-tar.
Greek Monolingual
ἐδέατρος, ο (Α)
1. αυτός που δοκίμαζε το φαγητό του βασιλιά μπροστά του για λόγους ασφάλειας
2. (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό δείπνο
3. οικονόμος.
Frisk Etymological English
(-τρός?)
Grammatical information: m.
Meaning: seneschal at the Persian court, steward,
Compounds: ἀρχ-εδέατρος upper seneschal at Ptolem. court (hell.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Refomation of ἐλέατρος (s. ἐλεόν) after ἔδω. Güntert Reinwortbildungen 155, Kuiper Glotta 21, 272ff.