ἔγκατα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκᾰτα:''' τά, δοτ. <i>ἔγκᾰσι</i> (<i>ἐν</i>), τα εσωτερικά, [[σωθικά]], [[εντόσθια]], Λατ. [[intestina]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἔγκᾰτα:''' τά, δοτ. <i>ἔγκᾰσι</i> (<i>ἐν</i>), τα εσωτερικά, [[σωθικά]], [[εντόσθια]], Λατ. [[intestina]], σε Όμηρ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n. pl.<br />Meaning: [[intestines]] (Il.)<br />Other forms: Dat. pl. <b class="b3">ἔγκασι</b> (Λ 438); backformation later sing. <b class="b3">ἔγκατον</b> (LXX, Luk.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἐγκατόεις</b> <b class="b2">containing intestines</b> (Nic.), <b class="b3">ἐγκατώδης</b> <b class="b2">like intestines</b> (sch.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 derives it from <b class="b3">*ἔγκατος</b> [[interior]], from <b class="b3">ἐν</b> like <b class="b3">ἔσχατος</b> from <b class="b3">ἐξ</b>; <b class="b3">ἔγκασι</b> then innovation after <b class="b3">γούνασι</b> a. o. - Lac. <b class="b3">ἔγκυτον ἔγκατον</b> H. folketymological after <b class="b3">κύτος</b> [[skin]], [[trunk]], [[body]].
}}
}}

Revision as of 01:10, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκᾰτα Medium diacritics: ἔγκατα Low diacritics: έγκατα Capitals: ΕΓΚΑΤΑ
Transliteration A: énkata Transliteration B: enkata Transliteration C: egkata Beta Code: e)/gkata

English (LSJ)

τά,

   A inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.

German (Pape)

[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.

English (Autenrieth)

dat. ἔγκασι: entrails.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰτα) -ων, τά

• Alolema(s): sg. ἔγκατον Luc.Lex.3; lacon. ἔγκυτον Hsch.

• Morfología: [dat. ἔγκασι Il.11.438, pero ἐγκάτοις LXX Ps.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]
entrañas ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα Od.9.293, αἷμα καὶ ἔ. Il.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, Od.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.Th.538, ἔ. δ' εἴσω χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.Sacr.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.Lex.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων Gp.20.46.1
fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου AP 15.40.42 (Cometas).

Greek Monolingual

τα (AM ἔγκατα)
τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα της γης»)
αρχ.
τα εντόσθια, τα έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος από εξ), οπότε η ομηρική δοτ. έγκασι αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (πρβλ. γούνασι)].

Greek Monotonic

ἔγκᾰτα: τά, δοτ. ἔγκᾰσι (ἐν), τα εσωτερικά, σωθικά, εντόσθια, Λατ. intestina, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: intestines (Il.)
Other forms: Dat. pl. ἔγκασι (Λ 438); backformation later sing. ἔγκατον (LXX, Luk.)
Derivatives: ἐγκατόεις containing intestines (Nic.), ἐγκατώδης like intestines (sch.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 derives it from *ἔγκατος interior, from ἐν like ἔσχατος from ἐξ; ἔγκασι then innovation after γούνασι a. o. - Lac. ἔγκυτον ἔγκατον H. folketymological after κύτος skin, trunk, body.