ἴθρις: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(2b) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἴθρις:''' εως ὁ скопец Anth. | |elrutext='''ἴθρις:''' εως ὁ скопец Anth. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ἔθρις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:38, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A eunuch, restored from Hsch. for ἴδρις in AP6.219 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1245] ὁ, der Verschnittene, VLL.; nach Casaub. conj. Antp. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
ἴθρῐς: ὁ, εὐνοῦχος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἴθρις· σπάδων, τομίας, εὐνοῦχος».
Greek Monolingual
ἴθρις, ὁ (Α)
ευνούχος, ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. του ἔθρις, με τροπή του ε- σε ι- (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri- «ευνουχισμένος»].
Russian (Dvoretsky)
ἴθρις: εως ὁ скопец Anth.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔθρις.