κίφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(20)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίφος]], τὸ (Α)<br />([[μεσσηνιακός]] τ.) ο [[στέφανος]] («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ [[στέφανος]], ὅν οἱ Μεσσήνιοι [[κίφος]] καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίφος]] με [[απώλεια]] του <i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκιφίνιον]], [[σκιφατόμος]]). Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[κίφος]], τὸ (Α)<br />([[μεσσηνιακός]] τ.) ο [[στέφανος]] («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ [[στέφανος]], ὅν οἱ Μεσσήνιοι [[κίφος]] καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίφος]] με [[απώλεια]] του <i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκιφίνιον]], [[σκιφατόμος]]). Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: Messen. for <b class="b3">στέφανος</b> (Paus. 3, 26, 9).<br />Compounds: <b class="b3">σκιφα-τόμος</b> <b class="b2">who cuts σκίφα (palms</b>?) [for <b class="b3">ψίλινοι στέφανοι</b>]' (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: For <b class="b3">*σκίφος</b> to <b class="b3">σκιφίνιον πλέγμα ἐκ φοίνικος</b> H.- Not with Solmsen Wortforsch. 205 (with doubt) to <b class="b3">κόφινος</b>; also not with Petersson Glotta 4, 298 to Skt. <b class="b2">śiphā</b> <b class="b2">fibrous root, rod</b>.
}}
}}

Revision as of 02:05, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίφος Medium diacritics: κίφος Low diacritics: κίφος Capitals: ΚΙΦΟΣ
Transliteration A: kíphos Transliteration B: kiphos Transliteration C: kifos Beta Code: ki/fos

English (LSJ)

τό, Messen. for στέφανος, Paus.3.26.9. (For σκίφος, cf. σκιφατόμος.)

German (Pape)

[Seite 1443] τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.

Greek (Liddell-Scott)

κίφος: τό, Μεσσην. ἀντὶ στέφανος, Παυσ. 3. 26, 9.

Greek Monolingual

κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος με απώλεια του σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: Messen. for στέφανος (Paus. 3, 26, 9).
Compounds: σκιφα-τόμος who cuts σκίφα (palms?) [for ψίλινοι στέφανοι]' (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For *σκίφος to σκιφίνιον πλέγμα ἐκ φοίνικος H.- Not with Solmsen Wortforsch. 205 (with doubt) to κόφινος; also not with Petersson Glotta 4, 298 to Skt. śiphā fibrous root, rod.