λεόπαρδος: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(22) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λεόπαρδος]])<br />η [[λεοπάρδαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> [[πάρδος]]<br />[[είναι]] [[εμφανής]] η [[επίδραση]] του λατ. <i>leopardus</i> (<i>pardus</i> «[[αρσενικός]] [[πάνθηρας]]»), [[αφού]] η [[συνήθης]] [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται ο τ. [[λέων]] ως α' συνθετικό [[είναι]] <i>λεοντο</i>- και όχι <i>λεο</i>-, ο δε τ. [[πάρδος]] μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη [[φορά]] στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. [[αιώνας]]). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η [[ονομασία]] [[λεοπάρδαλη]]]. | |mltxt=ο (AM [[λεόπαρδος]])<br />η [[λεοπάρδαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> [[πάρδος]]<br />[[είναι]] [[εμφανής]] η [[επίδραση]] του λατ. <i>leopardus</i> (<i>pardus</i> «[[αρσενικός]] [[πάνθηρας]]»), [[αφού]] η [[συνήθης]] [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται ο τ. [[λέων]] ως α' συνθετικό [[είναι]] <i>λεοντο</i>- και όχι <i>λεο</i>-, ο δε τ. [[πάρδος]] μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη [[φορά]] στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. [[αιώνας]]). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η [[ονομασία]] [[λεοπάρδαλη]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[leopard]] (Gal., Edict. Diocl.),<br />Other forms: also <b class="b3">λεοπάρδαλις</b> (s. Wessely Glotta, 6, 29 f.)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Comp. of <b class="b3">λέων</b> and <b class="b3">πάρδος</b> (cf. Risch IF 59, 56f., Strömberg Wortstudien 12), the last of which is only known from Ael. NA 1, 31 (v. l. <b class="b3">πάρδαλος</b>); instead since Il. <b class="b3">πάρδαλις</b>. So prob. from Lat. [[pardus]], [[leopardus]] formally influenced; cf. s. <b class="b3">πάρδαλις</b>. Incidentally <b class="b3">λεο-</b> for <b class="b3">λεοντο-</b>, s. Schwyzer 439; see also <b class="b3">λεο-δράκων</b> as name of a mythical being (Crete IVa). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A leopard, Gal.5.134, Edict.Diocl.8.39, Theognost. Can.98.
German (Pape)
[Seite 29] ὁ, der Leopard, auch λεοντόπαρδος genannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεόπαρδος: ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM λεόπαρδος)
η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος
είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α' συνθετικό είναι λεοντο- και όχι λεο-, ο δε τ. πάρδος μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη φορά στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. αιώνας). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η ονομασία λεοπάρδαλη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: leopard (Gal., Edict. Diocl.),
Other forms: also λεοπάρδαλις (s. Wessely Glotta, 6, 29 f.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Comp. of λέων and πάρδος (cf. Risch IF 59, 56f., Strömberg Wortstudien 12), the last of which is only known from Ael. NA 1, 31 (v. l. πάρδαλος); instead since Il. πάρδαλις. So prob. from Lat. pardus, leopardus formally influenced; cf. s. πάρδαλις. Incidentally λεο- for λεοντο-, s. Schwyzer 439; see also λεο-δράκων as name of a mythical being (Crete IVa).