μοιμύλλω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(25) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μοιμύλλω]] και μοιμυλλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιμυώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θηλάζω]], [[εσθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» με εκφραστικό διπλασιασμό <i>μοι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μολμύλλω</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαι</i>-<i>δάλλω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαλ</i>-<i>δάλλω</i>)]. | |mltxt=[[μοιμύλλω]] και μοιμυλλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιμυώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θηλάζω]], [[εσθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» με εκφραστικό διπλασιασμό <i>μοι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μολμύλλω</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαι</i>-<i>δάλλω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαλ</i>-<i>δάλλω</i>)]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. <b class="b3">μύλλω</b>, s.v. <b class="b3">μύλη</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 3 January 2019
English (LSJ)
A = θηλάζω, ἐσθίω, Hsch.; = μοιμυάω, Com.Adesp.1080, Hsch., Phot.; hence restored ( = eat) in Hippon.80.
Greek Monolingual
μοιμύλλω και μοιμυλλῶ, -άω (Α)
1. μοιμυώ
2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι- (< μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ι-, πρβλ. δαι-δάλλω < δαλ-δάλλω)].
Frisk Etymological English
See also: s. μύλλω, s.v. μύλη