νωπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(27)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωπέομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τον τ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η [[σύνδεση]] του με τη [[γλώσσα]] «<i>νώψ</i><br />[[ἀσθενής]] τῇ ὄψει</i>». Το ρ., [[πάντως]], συνδέεται με τη λ. [[προνωπής]] «αυτός που γέρνει, που έχει το [[κεφάλι]] σκυμμένο»].
|mltxt=[[νωπέομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τον τ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η [[σύνδεση]] του με τη [[γλώσσα]] «<i>νώψ</i><br />[[ἀσθενής]] τῇ ὄψει</i>». Το ρ., [[πάντως]], συνδέεται με τη λ. [[προνωπής]] «αυτός που γέρνει, που έχει το [[κεφάλι]] σκυμμένο»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to be downcast, δυσωπεῖσθαι</b> (IonHist., Phot.). <b class="b3">νενώπηται τεταπείνωται</b>, <b class="b3">καταπέπληκται</b> H., Phot.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">προνωπής</b>. Or from <b class="b3">νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει</b> H. (Bq)?
}}
}}

Revision as of 04:45, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωπέομαι Medium diacritics: νωπέομαι Low diacritics: νωπέομαι Capitals: ΝΩΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: nōpéomai Transliteration B: nōpeomai Transliteration C: nopeomai Beta Code: nwpe/omai

English (LSJ)

   A to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).

Greek (Liddell-Scott)

νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).

Greek Monolingual

νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be downcast, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. προνωπής. Or from νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει H. (Bq)?