νώγαλα: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(27) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νώγαλα]], τὰ (Α)<br />ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν [[μετά]] το [[γεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. [[τρωγάλια]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]). Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>λώγαλα</i> και συνδέεται με τη [[γλώσσα]] [[λώγη]] («[[καλάμη]] και [[συγκομιδή]] σίτου») δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]]. | |mltxt=[[νώγαλα]], τὰ (Α)<br />ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν [[μετά]] το [[γεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. [[τρωγάλια]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]). Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>λώγαλα</i> και συνδέεται με τη [[γλώσσα]] [[λώγη]] («[[καλάμη]] και [[συγκομιδή]] σίτου») δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n. pl.<br />Meaning: [[dainties]], [[sweetmeats]] (Com. IVa)<br />Derivatives: <b class="b3">νωγαλέος</b> = <b class="b3">λαμπρός</b> (Zonar.) and <b class="b3">νωγαλ-ίζω</b> <b class="b2">chew ν.</b> (Com. IVa) with <b class="b3">νωγαλίσματα</b> pl. = <b class="b3">νώγαλα</b> (Poll.); also <b class="b3">-εύω</b> <b class="b2">id.</b> (Suid.) with <b class="b3">-εύματα</b> pl. <b class="b2">id.</b> (Com. V--IVa).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Word of popular language without etymology. After Grošelj Živa Ant. 1, 259 dissimilated from <b class="b3">*λώγαλα</b>, from <b class="b3">λώγη</b>. Older attempt in Bq. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 3 January 2019
English (LSJ)
τά,
A dainties, sweetmeats, eaten after dinner, dessert, like τρωγάλια, Antiph.65, Ephipp.24.
Greek (Liddell-Scott)
νώγᾰλα: τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς τὰ τρωγάλια, Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.
Greek Monolingual
νώγαλα, τὰ (Α)
ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγη («καλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: dainties, sweetmeats (Com. IVa)
Derivatives: νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) and νωγαλ-ίζω chew ν. (Com. IVa) with νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); also -εύω id. (Suid.) with -εύματα pl. id. (Com. V--IVa).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Word of popular language without etymology. After Grošelj Živa Ant. 1, 259 dissimilated from *λώγαλα, from λώγη. Older attempt in Bq.