ὀπτάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=[[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτός]] See also: s. [[ὄπωπα]] a. [[ὄσσε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 3 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be seen, LXX Nu.14.14 :—so ὀπτάνομαι, ib. 3 Ki.8.8, UPZ62.32 (ii B. C.), PTeb.24.5 (ii B. C.), Act.Ap.1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.Pl.4, PMag.Par.1.3033, Corp.Herm.3.2 :—an Act. ὀπταίνω in Eust.069.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτάζομαι: Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· οὕτως, ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. αὐτόθι, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.
Greek Monolingual
ὀπτάζομαι (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῑς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).
Greek Monotonic
ὀπτάζομαι: ή ὀπτάνομαι (ὄψ), Παθ., είμαι ορατός, φαίνομαι, σε Καινή Διαθήκη