στεργάνος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(38)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοπρών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. <i>stercus</i> «[[κόπρος]]», προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. [[στέργω]] ([[αντίφραση]]). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. με τη λ. [[τάργανον]] «[[ξίδι]]», [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοπρών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. <i>stercus</i> «[[κόπρος]]», προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. [[στέργω]] ([[αντίφραση]]). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. με τη λ. [[τάργανον]] «[[ξίδι]]», [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">κόπρων</b> H. (in alphabet. incorrect position).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: After general assumption to Lat. [[stercus]] n. [[excrements]] etc., s. W.-Hofmann s. v. w. lit., also Benveniste Origines 9. On the accent Persson Beitr. 1, 456 w. n. 1 and (with improbable hypothesis on the stammformation) Schwyzer 520 β. Cf. <b class="b3">τάργανον</b>. -- The word has no etym.
}}
}}

Revision as of 07:20, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεργάνος Medium diacritics: στεργάνος Low diacritics: στεργάνος Capitals: ΣΤΕΡΓΑΝΟΣ
Transliteration A: stergános Transliteration B: sterganos Transliteration C: sterganos Beta Code: sterga/nos

English (LSJ)

ὁ,= κοπρών, Lat.

   A sterquilinium, Hsch.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, του τ. με τη λ. τάργανον «ξίδι», είναι αμφίβολη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: κόπρων H. (in alphabet. incorrect position).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After general assumption to Lat. stercus n. excrements etc., s. W.-Hofmann s. v. w. lit., also Benveniste Origines 9. On the accent Persson Beitr. 1, 456 w. n. 1 and (with improbable hypothesis on the stammformation) Schwyzer 520 β. Cf. τάργανον. -- The word has no etym.