ἀνατομή: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνατομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> рассечение, анатомирование Arst.;<br /><b class="num">2)</b> лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.).
|elrutext='''ἀνατομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> рассечение, анатомирование Arst.;<br /><b class="num">2)</b> лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:08, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατομή Medium diacritics: ἀνατομή Low diacritics: ανατομή Capitals: ΑΝΑΤΟΜΗ
Transliteration A: anatomḗ Transliteration B: anatomē Transliteration C: anatomi Beta Code: a)natomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A dissection, αἱ ἀ., title of a treatise freq. cited by Arist., as HA509b22, al., cf. Thphr.HP1.1.4; ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀ. Longin.32.5, cf. Chrysipp.Stoic.2.246 (pl.).    II in a logical sense, ἀ. καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2.

German (Pape)

[Seite 211] ἡ, das Zerschneiden, Zergliedern, Arist. anal. post. 2, 14; bes. des Körpers, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατομή: ἡ, (ἀνατέμνω) τὸ ἀνατέμνειν, ἡ διαμέλισις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 7, κτλ. - Ὁ Ἀριστ. ἔγραψε σύγγραμμα καλούμενον αἱ Ἀνατομαί, ἴδε Ἀριστοτελ. πίνακα (Ιndex) Bonitz. σ. 104. ΙΙ. ὑπὸ ἔννοιαν λογικήν, ἀν. καὶ διαιρέσεις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 14, 1.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Morfología: [tarent. plu. ἀντομαί Hsch.]
I 1acción de abrir, apertura ὁδοῦ Ph.2.174, de un cambio de sexo αἰδῶ γυναικείαν δι' ἀνατομῆς αὐτῷ μηχανήσασθαι D.C.79.16.7
desmembramiento de los mártires, Ign.Rom.5.3.
2 abertura, agujero ἀνατομὴ γεγονέτω ἐν τῷ πυθμένι τοῦ κιβωταρίου Hero Dioptr.34.
3 reacuñación de moneda ID 461Bb.49 (II a.C.).
4 tarent. plu. espigas cortadas, rastrojos Hsch.
II 1disección anatómica τὰ ἐκ τῶν ἀνατομῶν (μόρια) Thphr.HP 1.1.4, cf. Plu.2.968a.
2 descripción anatómica ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀ. Longin.32.5, cf. Gal.18(2).926
de ahí αἱ ἀ. ilustraciones anatómicas prob. serie de láminas que acompañaban a la HA de Aristóteles, Arist.HA 509b22, 511a13, 525a8.
3 análisis lógico ἀ. καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2, cf. Ph.1.300.

Greek Monolingual

η (Α ἀνατομή)
η ενέργεια του ανατέμνω, διαμελισμός, και ειδικότερα διαμελισμός νεκρού σώματος ενόργανου όντος για επιστημονικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέμνω.
ΠΑΡ. ανατομικός, νεοελλ. ανατομία].

Russian (Dvoretsky)

ἀνατομή:
1) рассечение, анатомирование Arst.;
2) лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.).