ἀνατομή: Difference between revisions
(1) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνατομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> рассечение, анатомирование Arst.;<br /><b class="num">2)</b> лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.). | |elrutext='''ἀνατομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> рассечение, анатомирование Arst.;<br /><b class="num">2)</b> лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A dissection, αἱ ἀ., title of a treatise freq. cited by Arist., as HA509b22, al., cf. Thphr.HP1.1.4; ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀ. Longin.32.5, cf. Chrysipp.Stoic.2.246 (pl.). II in a logical sense, ἀ. καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2.
German (Pape)
[Seite 211] ἡ, das Zerschneiden, Zergliedern, Arist. anal. post. 2, 14; bes. des Körpers, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατομή: ἡ, (ἀνατέμνω) τὸ ἀνατέμνειν, ἡ διαμέλισις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 7, κτλ. - Ὁ Ἀριστ. ἔγραψε σύγγραμμα καλούμενον αἱ Ἀνατομαί, ἴδε Ἀριστοτελ. πίνακα (Ιndex) Bonitz. σ. 104. ΙΙ. ὑπὸ ἔννοιαν λογικήν, ἀν. καὶ διαιρέσεις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 14, 1.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Morfología: [tarent. plu. ἀντομαί Hsch.]
I 1acción de abrir, apertura ὁδοῦ Ph.2.174, de un cambio de sexo αἰδῶ γυναικείαν δι' ἀνατομῆς αὐτῷ μηχανήσασθαι D.C.79.16.7
•desmembramiento de los mártires, Ign.Rom.5.3.
2 abertura, agujero ἀνατομὴ γεγονέτω ἐν τῷ πυθμένι τοῦ κιβωταρίου Hero Dioptr.34.
3 reacuñación de moneda ID 461Bb.49 (II a.C.).
4 tarent. plu. espigas cortadas, rastrojos Hsch.
II 1disección anatómica τὰ ἐκ τῶν ἀνατομῶν (μόρια) Thphr.HP 1.1.4, cf. Plu.2.968a.
2 descripción anatómica ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀ. Longin.32.5, cf. Gal.18(2).926
•de ahí αἱ ἀ. ilustraciones anatómicas prob. serie de láminas que acompañaban a la HA de Aristóteles, Arist.HA 509b22, 511a13, 525a8.
3 análisis lógico ἀ. καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2, cf. Ph.1.300.
Greek Monolingual
η (Α ἀνατομή)
η ενέργεια του ανατέμνω, διαμελισμός, και ειδικότερα διαμελισμός νεκρού σώματος ενόργανου όντος για επιστημονικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέμνω.
ΠΑΡ. ανατομικός, νεοελλ. ανατομία].
Russian (Dvoretsky)
ἀνατομή: ἡ
1) рассечение, анатомирование Arst.;
2) лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.).