ἀνατομή

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατομή Medium diacritics: ἀνατομή Low diacritics: ανατομή Capitals: ΑΝΑΤΟΜΗ
Transliteration A: anatomḗ Transliteration B: anatomē Transliteration C: anatomi Beta Code: a)natomh/

English (LSJ)

ἡ,
A dissection, αἱ ἀνατομαί, title of a treatise freq. cited by Arist., as HA509b22, al., cf. Thphr. HP 1.1.4; ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀνατομή Longin.32.5, cf. Chrysipp.Stoic.2.246 (pl.).
II in a logical sense, ἀνατομαὶ καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Morfología: [tarent. plu. ἀντομαί Hsch.]
I 1acción de abrir, apertura ὁδοῦ Ph.2.174, de un cambio de sexo αἰδῶ γυναικείαν δι' ἀνατομῆς αὐτῷ μηχανήσασθαι D.C.79.16.7
desmembramiento de los mártires, Ign.Rom.5.3.
2 abertura, agujero ἀνατομὴ γεγονέτω ἐν τῷ πυθμένι τοῦ κιβωταρίου Hero Dioptr.34.
3 reacuñación de moneda ID 461Bb.49 (II a.C.).
4 tarent. plu. espigas cortadas, rastrojos Hsch.
II 1disección anatómica τὰ ἐκ τῶν ἀνατομῶν (μόρια) Thphr.HP 1.1.4, cf. Plu.2.968a.
2 descripción anatómica ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀ. Longin.32.5, cf. Gal.18(2).926
de ahí αἱ ἀ. ilustraciones anatómicas prob. serie de láminas que acompañaban a la HA de Aristóteles, Arist.HA 509b22, 511a13, 525a8.
3 análisis lógico ἀ. καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2, cf. Ph.1.300.

German (Pape)

[Seite 211] ἡ, das Zerschneiden, Zergliedern, Arist. anal. post. 2, 14; bes. des Körpers, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατομή:
1 рассечение, анатомирование Arst.;
2 лог. расчленение (ἀνατομαὶ καὶ διαρέσεις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατομή: ἡ, (ἀνατέμνω) τὸ ἀνατέμνειν, ἡ διαμέλισις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 7, κτλ. - Ὁ Ἀριστ. ἔγραψε σύγγραμμα καλούμενον αἱ Ἀνατομαί, ἴδε Ἀριστοτελ. πίνακα (Ιndex) Bonitz. σ. 104. ΙΙ. ὑπὸ ἔννοιαν λογικήν, ἀν. καὶ διαιρέσεις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 14, 1.

Greek Monolingual

η (Α ἀνατομή)
η ενέργεια του ανατέμνω, διαμελισμός, και ειδικότερα διαμελισμός νεκρού σώματος ενόργανου όντος για επιστημονικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέμνω.
ΠΑΡ. ανατομικός, νεοελλ. ανατομία].