ἀρχίδιον: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(1b) |
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρχίδιον:''' τό<b class="num">1)</b> незначительная должность Arph.;<br /><b class="num">2)</b> мелкий чиновник Dem. | |elrutext='''ἀρχίδιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> незначительная должность Arph.;<br /><b class="num">2)</b> мелкий чиновник Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 4 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ἀρχή 11.3, petty office, Ar.Av.1111; ὑπηρετεῖν τοῖς ἀ. serve the petty magistrates, D.18.261. II Dim. of ἀρχή 1, ἐξ ἀρχιδίου dub. in Philol.21 (ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω Rose).
German (Pape)
[Seite 366] τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ (ΙΙ. 3), μικρόν, ἀνάξιον λόγου ὑπούργημα. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1107· ὑπογραμματεύων καὶ ὑπηρετῶν ἀρχιδίοις Δημ. 314. 7. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ Ι, Φιλόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5235. - ἐξ ἀρχιδίων = ἀπ’ ἀρχῆς, ἀνέκαθεν, Ἐπιγραφ. Δήλου (μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος π.Χ.) BCH. III. 292, στ. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
charge subalterne.
Étymologie: dim. de ἀρχή.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 principio ἐξ ἀρχιδίου Philol.B 21.
2 irón. carguito κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι Ar.Au.1111, personif. ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχίδιοις D.18.261.
Greek Monolingual
ἀρχίδιον, το (Α) αρχή
μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα.
Greek Monotonic
ἀρχίδιον: τό, υποκορ. του ἀρχή (II 3), μικρή αρχή, εξουσία, αξίωμα, κατώτερος αξιωματικός (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχίδιον: τό
1) незначительная должность Arph.;
2) мелкий чиновник Dem.