διπλάζω: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διπλάζω:''' <b class="num">1)</b> удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται [[τιμά]] τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;<br /><b class="num">2)</b> быть двойным (τό διπλάζον [[κακόν]] Soph.). | |elrutext='''διπλάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται [[τιμά]] τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;<br /><b class="num">2)</b> быть двойным (τό διπλάζον [[κακόν]] Soph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:51, 6 January 2019
English (LSJ)
A = διπλασιάζω, double, φόρον And.4.11 (s. v. l.), Alex.122: —Pass., to be doubled, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμά E.Supp. 781 (lyr.), cf. Men.319.10. II intr., to be twofold or double, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακόν S.Aj.268.
Greek (Liddell-Scott)
διπλάζω: διπλασιάζω, Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268.
French (Bailly abrégé)
être double.
Étymologie: δίπλαξ.
Spanish (DGE)
(δῐπλάζω)
• Morfología: [v. med. aor. opt. 2a sg. διπλάσσαιο Nic.Th.79]
I tr.
1 duplicar, doblar en tamaño ἕκαστον κῶλον ... τάφου Trag.Adesp.166.3, en valor, Alex.127, en número, Nic.l.c., cf. Ath.Al.M.25.528A, διπλάζειν τὴν δεξιάν hacer dos movimientos hacia la derecha Simp.in Cael.419.34
•en v. pas. ser doblado, verse duplicado τιμά E.Supp.781, κακόν Men.Fr.264.10.
2 gram. geminar una consonante, Eust.335.38, cf. 494.3.
3 mat. multiplicar por dos Hero Stereom.1.31.
II intr. ser doble τό τοι διπλάζον ... μεῖζον κακόν doble mal es mayor mal S.Ai.268.
Greek Monolingual
και διπλιάζω (AM διπλάζω)
διπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω].
Greek Monotonic
διπλάζω: = διπλασιάζω·
I. διπλασιάζω, σε Ευρ.
II. αμτβ., τὸ διπλάζον κακόν, το δύο ειδών κακό, το διπλάσιο κακό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διπλάζω:
1) удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται τιμά τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;
2) быть двойным (τό διπλάζον κακόν Soph.).