πεπλανημένως: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(nl) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπλᾰνημένως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. | |lstext='''πεπλᾰνημένως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C· ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:00, 6 January 2019
English (LSJ)
Adv., (πλανάομαι)
A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43 ; π. λέγεσθαι Str.2.4.3. II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<
German (Pape)
[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C· ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. εσφαλμένα
2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πλανῶμαι].
Russian (Dvoretsky)
πεπλᾰνημένως: блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπλανημένως adv. ptc. perf. med. van πλανάω, bij vergissing:; οὐδὲ περὶ ἓν πεπλανημένως εἶχεν bij geen enkele (onverwachte gebeurtenis) maakte hij een fout Isocr. 9.43; onregelmatig, erratisch:. πῦρ ἔλαβε π. hij had erratische koortsaanvallen Hp. Epid. 1.3.