οὖλον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(2b)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ.
|lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C· ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:00, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὖλον Medium diacritics: οὖλον Low diacritics: ούλον Capitals: ΟΥΛΟΝ
Transliteration A: oûlon Transliteration B: oulon Transliteration C: oylon Beta Code: ou)=lon

English (LSJ)

τό, mostly in pl., οὖλα, τά,

   A the gums, A.Ch.898, Hp.Epid. 7.113, Aph.3.25, Morb.2.11, Pl.Phdr.251c, Nic.Th.306, etc.: sg., Arist.HA493a1, D.L.7.176.

German (Pape)

[Seite 413] τό, das Zahnfleisch, gew. im plur., οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Aesch. Ch. 885; τὰ οὖλα, Plat. Phaedr. 251 c; oft bei Medic.; sing. bei D. L. 7, 176.

Greek (Liddell-Scott)

οὖλον: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων σάρξ, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C· ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως πρῆσμα τῶν οὔλων, οἴδημα, Ἱππ. 464. 28, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gencive.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monotonic

οὖλον: τό, κυρίως στον πληθ. οὖλα, τά, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οὖλον: τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: gums (Hp., A., Pl., Arist.).
Other forms: mostly pl. .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Basis uncertain: *(Ϝ)όλσον, *(Ϝ)όλνον or even (if Ion. LW [loanword] in Att.) *(Ϝ)όλϜον? Etymolog. also uncertain: both connection with εἰλέω, εἴλομαι press together referring to the compact, massive structure of the gums as with εἰλέω turn, wind, εἰλύω winden (around), envelop (prop. *"tumour, envelop(ment)"; Bq, WP. 1, 299, Pok. 1141, W.-Hofmann s. gingīva) seem thinkable. But the etym. may well be quite diff.