διείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διείρηκα''': ἴδε ἐν λ. [[διερῶ]]˙ - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. [[διέρομαι]].
|lstext='''διείρηκα''': ἴδε ἐν λ. [[διερῶ]]· - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. [[διέρομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρηκα Medium diacritics: διείρηκα Low diacritics: διείρηκα Capitals: ΔΙΕΙΡΗΚΑ
Transliteration A: dieírēka Transliteration B: dieirēka Transliteration C: dieirika Beta Code: diei/rhka

English (LSJ)

   A v. διερῶ.

German (Pape)

[Seite 618] s. διερῶ.

Greek (Liddell-Scott)

διείρηκα: ἴδε ἐν λ. διερῶ· - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. διέρομαι.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de *διέρω.

Greek Monotonic

διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.

Russian (Dvoretsky)

διείρηκα: pf. к διαγορεύω или к διεῖπον.