καταμέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμέλλω''': [[λίαν]] [[μέλλω]] καὶ [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ἀναβάλλω]] καὶ [[ἀποφεύγω]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ [[καθόλου]] δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.
|lstext='''καταμέλλω''': [[λίαν]] [[μέλλω]] καὶ [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ἀναβάλλω]] καὶ [[ἀποφεύγω]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ [[καθόλου]] δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμέλλω Medium diacritics: καταμέλλω Low diacritics: καταμέλλω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΛΛΩ
Transliteration A: kataméllō Transliteration B: katamellō Transliteration C: katamello Beta Code: katame/llw

English (LSJ)

   A procrastinate, Plb.4.30.2, al., Phld.Herc.1251.8.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέλλω: λίαν μέλλω καὶ ἀναβάλλω, διστάζω νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ἀναβάλλω καὶ ἀποφεύγω νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ καθόλου δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2· ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.

Greek Monolingual

καταμέλλω (Α)
(ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταμέλλω: медлить, выжидать, затягивать, тянуть Polyb.