γεράνι: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(8) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[γεράνιον]])<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας Γερανιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέρανος]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ο [[καρπός]] του μοιάζει με το [[ράμφος]] του ομώνυμου πουλιού]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[γεράνιον]])<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας Γερανιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέρανος]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ο [[καρπός]] του μοιάζει με το [[ράμφος]] του ομώνυμου πουλιού].<br /><b>(II)</b><br />το (Μ [[γεράνιον]]) [[γέρανος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[γερανός]], μικρό [[βαρούλκο]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[γερανός]] με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν [[νερό]] από [[πηγάδι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
το (AM γεράνιον)
γένος φυτών της οικογένειας Γερανιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ο καρπός του μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πουλιού].
(II)
το (Μ γεράνιον) γέρανος
1. μικρός γερανός, μικρό βαρούλκο
2. μικρός γερανός με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν νερό από πηγάδι.